υαλόπαγος

υαλόπαγος
ο
λεπτό, διαφανές και γλιστερό σώμα πάγου στο έδαφος, που δημιουργείται από την πήξη του νερού και της ομίχλης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υαλόπαγος — Λείο και συνεχές στρώμα πάγου, που καλύπτει το έδαφος και τα αντικείμενα που βρίσκονται πάνω σ’ αυτό, και που δεν έχει τη λευκότητα ούτε την κρυσταλλική όψη των ομιχλοκρυστάλλων. Ο υ. οφείλεται γενικά στην πτώση βροχής, η οποία στερεοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • πάχνη — Στερεό προϊόν της συμπύκνωσης των υδρατμών του αέρα, με απευθείας μετάβαση από την αέρια στη στερεά κατάσταση, υπό μορφή μορίων ή βελονών πάγου που επικάθονται στο έδαφος και στις διάφορες εκτεθειμένες στο ύπαιθρο επιφάνειας. Το φαινόμενο της π.… …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”